διατυπώσω

διατυπώσω
διατυπόω
form
aor subj act 1st sg
διατυπόω
form
fut ind act 1st sg
διατυπόω
form
aor subj act 1st sg
διατυπόω
form
fut ind act 1st sg
διατυπόω
form
aor ind mid 2nd sg (homeric ionic)
διατυπόω
form
aor ind mid 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • παραψιθυρίζω — Μ ψιθυρίζω ήσυχα προσπαθώντας να διατυπώσω έμμεσα ή παραπειστικά κάτι …   Dictionary of Greek

  • συναρπάζω — ΝΜΑ [ἁρπάζω] μτφ. προκαλώ έντονη συγκίνηση ή γοητεία σε κάποιον, τόν καταγοητεύω (α. «συναρπάζει τα πλήθη με την ευγλωττία του» β. «οἷς πᾱσι τοὺς ἀκροατὰς διὰ τοῡ σχηματισμοῡ συναρπάσας ᾤχετο») νεοελλ. μέσ. συναρπάζομαι α) καταγοητεύομαι β)… …   Dictionary of Greek

  • επιφυλάσσομαι — επιφυλάσσομαι, επιφυλάχθηκα και επιφυλάχτηκα βλ. πίν. 28 Σημειώσεις: επιφυλάσσομαι : χρησιμοποιείται σπάνια ως παθητικό του επιφυλάσσω. Έχει κυρίως την έννοια → δεν προβαίνω σε άμεση ενέργεια, διατηρώ τη δυνατότητα να κάνω κάτι στο μέλλον σε… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”